παρεκστροφή

παρεκστροφή
ἡ, Α
1. το να στρέφεται κανείς προς κάποιον
2. φρ. «παρεκστροφαὶ προσώπων»
(για εραστές) η στροφή τού προσώπου τού ενός προς το πρόσωπο τού άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκστροφή (< ἐκστρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρεκστροφαί — παρεκστροφή turning towards fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”